- πάνδυρτος
- -ον, Α(ποιητ. τ.)1. αυτός που θρηνείται από όλους2. ο γεμάτος οδυρμούς και θρήνους3. (για το αηδόνι) αυτό που θρηνεί, που οδύρεται ακατάπαυστα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. αντί παν-όδυρτος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάνδυρτος — all plaintive masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνδυρτον — πάνδυρτος all plaintive masc/fem acc sg πάνδυρτος all plaintive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδύρτοις — πάνδυρτος all plaintive masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)